Ctrl+F

Σελίδες

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

The Elitist



The Elitist



Όπως φανερώνει και ο τίτλος, για εμένα ο Καβάφης αποτελεί το τέλειο πρότυπο του ελιτιστή, ενός ανθρώπου του οποίου οι απολαύσεις δεν είναι σαν των «κοινών ανθρώπων». Αριστοκράτης, ξεπεσμένος ναι, αλλά πάντα αριστοκράτης, στα ποιήματά του μπορεί να μιλάει για τα πιο απαισιόδοξα και μάταια πράγματα με μια γοητεία που σε κάνει να θες να διαβάσεις και να αναλύσεις τα ποιήματά του.
Οι ήρωές του είτε είναι ηλικιωμένοι, όπως το πρώτο ποίημα που επέλεξα, οι οποίοι ατενίζουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους με θλίψη για όσα δεν τόλμησαν ποτέ να κάνουν, είτε εθνικοί, οι
οποίοι πιστεύουν πως με την καταστροφή των ελληνικών ιερών από τους χριστιανούς οι Θεοί τους δεν πεθαίνουν, αλλά αντιθέτως τριγυρνούν στα αγαπημένα τους ιωνικά χώματα, και πότε είναι ευγενείς υπάρξεις και αθάνατες, όπως τα άλογα του Αχιλλέως, τα οποία μένουν άναυδα από τις δυστυχίες και τα βάσανα των θνητών…

……………………………………………………………………………………………….......


Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμένος στο τραπέζι καθετ’ ένας γέρος∙

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια

Σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

Που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό».

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.


……………………………………………………………………………………………….......



Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμόσφαιρά σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των˙
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.


……………………………………………………………………………………………….......



Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

                Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

01 09 10